- ημιτριταίος
- ἡμιτριταῑος, -αία, -ον (Α)(για πυρετό) αυτός που επανέρχεται μετά διόμιση μέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + τριταίος (< τρίτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιτριταίων — ἡμιτριταῖος half every three days fem gen pl ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτριταίοις — ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτριταίου — ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτριταίους — ἡμιτριταῖος half every three days masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτριταίῳ — ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιτριταϊκός — ἡμιτριταϊκός, ή, όν (Α) ημιτριταίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τριταϊκός (< τριταίος)] … Dictionary of Greek
ἡμιτριταίαν — ἡμιτριταίᾱν , ἡμιτριταῖος half every three days fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)